Ἐξ ἀφορμῆς τῆς προκλητικῆς αὐτῆς ὑπερηφανείας τῶν ἀσεβῶν σχολιάζει ὁ ὅσιος Νεῖλος: «Θρήνει τὸν ἁμαρτωλὸν εὐτυχοῦντα, τὸ ξίφος γὰρ αὐτῷ τῆς δίκης ἐπιτείνεται»3. Ὁ δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: Ὅσοι δὲν κρίθηκαν ἄξιοι νὰ μαστιγωθοῦν (νὰ δοκιμασθοῦν) μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐδῶ στὴ γῆ, αὐτοὶ φυλάσσονται «μετὰ δαιμόνων κολάζεσθαι», γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες στὸν μέλλοντα αἰώνα, «διὰ τὸ πάντων χαλεπώτερα εἰργάσθαι», διότι διέπραξαν τὰ βαρύτερα ἁμαρτήματα4.
Ἀκόμη προσθέτει ὁ Ψαλμωδός: Ἡ ἀδικία τῆς διεφθαρμένης καρδιᾶς τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ εὐημεροῦν, θὰ βλαστήσει ὅπως βλαστάνουν τὰ φυτὰ ἀπὸ ἐδάφη πλούσια σὲ λιπάσματα. Οἱ πονηρὲς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς τους ἔχουν ξεχειλίσει καὶ ἔχουν ξεπεράσει κάθε ὅριο καὶ μέτρο (Ψαλ. οβ´ [72] 7). Ἔχουν ὑπερβεῖ κάθε ὅριο καὶ κάθε νόμο. Θέλουν, συνεχῶς θέλουν, αἰωνίως θέλουν!… Κολυμπώντας στὴν καλοπέραση καὶ στὶς ἡδονὲς «διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν» (Ψαλ. οβ´ [72] 8)· σκέφθηκαν μὲ πονηριὰ τὸ κακὸ γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ὅπως ἦταν πονηρὲς οἱ σκέψεις τους, ἔτσι γεμάτα πονηριὰ ἦταν καὶ τὰ λόγια τους. Μὲ φωνὴ ὑπερήφανη καὶ ἀγέρωχη διαλαλοῦσαν ἀσύστολα τὰ ἀδικήματα ποὺ διέπραξαν. Στὸ στίχο αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ κλιμακωτὸ σχῆμα: α) «Διενοήθησαν» πονηρὰ κατὰ τῶν ὁμοίων των· β) «ἐλάλησαν» πονηρὰ καὶ γ) «ἐλάλησαν εἰς τὸ ὕψος», δηλαδὴ μὲ φωνὴ μεγάλη, ἀκουομένη μέχρι τὸν οὐρανό, διεβόησαν χωρὶς ντροπὴ τὰ ἀπάνθρωπα κατορθώματά τους, σὰν νὰ ἦσαν ἥρωες καὶ δὲν φοβοῦνταν τὸν Θεό! Ἢ σύμφωνα μὲ ἄλλη ἑρμηνεία, «εἰς τὸ ὕψος», δηλαδὴ «κατὰ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, λέγοντες ὅτι δὲν εἶναι οὗτος Θεός», διότι εἶναι «ἀδικία τὸ νὰ ἀποστερῇ τινας τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποδίδῃ αὐτὴν εἰς ἄλλους. Κάθε δὲ ἄνθρωπος, ὁποὺ λαλεῖ ἀνάξια τοῦ Θεοῦ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος λαλεῖ», διότι «ὕψος εἶναι ἡ θεότης, τῆς ὁποίας κανένα ἄλλο δὲν εὑρίσκεται ὑψηλότερον»5. Ἡ παράνομη εὐημερία τους, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, δημιούργησε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν πονηρὴ συνήθεια. Αὐτὸ δὲ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι σκέπτονται καὶ λένε πονηρά6.
Ἀκόμη οἱ εὐημεροῦντες ἁμαρτωλοὶ «ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλώσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς» (Ψαλ. οβ´ [72] 9). Δηλαδή, βλασφημοῦν καὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα! Ἄνοιξαν τὸ στόμα τους καὶ ἔφθασε μέχρι τὸν οὐρανὸ μὲ τὶς βλαστήμιες τους ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἡ γλώσσα τους πέρασε σὰν χείμαρρος ἀπὸ τὴ γῆ ἐξαπολύοντας ὕβρεις καὶ συκοφαντίες. Βρίζουν θεῖα καὶ ἀνθρώπινα μὲ γλώσσα ἑωσφορική, ἡ ὁποία ἀνεβαίνει πάνω ἀπὸ τὰ νέφη καὶ προπηλακίζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κλονίσουν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ· ἂν μποροῦσαν, θὰ τὸ ἔκαμναν! Ἐκφράζουν ὅμως τὴν πονηρὴ αὐτὴ ἐπιθυμία μὲ τὴ γλώσσα τους. Ἀλαζονευόμενοι εὐχαριστοῦνται νὰ εἰρωνεύονται τοὺς πάντες. Οἱ ἀσεβεῖς ποὺ εὐδαιμονοῦν εἶναι λοιμικὴ ἀρρώστια, σωστὴ πληγὴ τῆς κοινωνίας, ἀφοῦ οὔτε τὸν Θεὸ φοβοῦνται οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ντρέπονται. Ἔτσι τοὺς χαρακτηρίζει ὁ θεοσεβὴς Ψαλμωδός, ποὺ προβληματίζεται μὲ τὴν εὐτυχία τους. Βλασφημοῦν τὸν Θεό, γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἐνῶ ἔχουν τὴ γλώσσα τους στὴ γῆ· «βλάσφημα» λόγια προφέρουν «κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα ταπεινοὶ ὄντες καὶ τὴν γλῶσσαν ἐπὶ γῆς ἔχοντες»7.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ:«ΓΙΑΤΙ ΕΥΤΥΧΟΥΝ ΟΙ ΑΣΕΒΕΙΣ;»-4
1. Μ. Ἀθανασίου, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. οβ´ [72], PG 27, 328D.
2. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 328D.
3. Εἰς Νικοδήμου Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, τόμ. β΄, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 272.
4. Ἰω. Χρυσοστόμου, Περὶ Παρθενίας 24, PG 48, 549-550.
5. Εἰς Νικοδήμου Ἁγιορείτου – Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, ὅ.π., σελ. 273-274.
6. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 329Α.
7. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 329Α.
ΠΗΓΗ: osotir.org